δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
φυκομύκητας — ο, Ν 1. (μυκητ.) γένος ζυγομυκήτων που ανήκει στην τάξη μουκουρώδη 2. στον πληθ. οι φυκομύκητες (μυκητ.) α) (παλαιότερα) κλάση που περιλάμβανε όλους τους πραγματικούς μύκητες εκτός από τους ασκομύκητες, τους βασιδιομύκητες και τους ατελείς… … Dictionary of Greek
υφομύκητες — (hyphomycetes). Τάξη δευτερομυκήτων που αποτελείται από μικροοργανισμούς όμοιους με τους ευρώτες. Είναι ατελείς μύκητες, που ζουν πάνω στους φλοιούς των δέντρων, σε δέρματα, σε χαρτιά και σε φύλλα και αντέχουν στην υγρασία. Μερικοί υ. είναι… … Dictionary of Greek
σκωριομύκητες — Μύκητες που συγκροτούν την τάξη των ουρεδινωδών (βασιδιομύκητες) και οι οποίοι προκαλούν τις σοβαρές ασθένειες των φυτών, τις γνωστές ως σκωριάσεις. Ο κύκλος της ανάπτυξης των σ. είναι περίπλοκος: από τα τελευτοσπόρια, που σχηματίζονται στους… … Dictionary of Greek